συμβαπτίζω

συμβαπτίζω
ΜΑ
1. βαπτίζω κάποιον μαζί με άλλον («μὴ ἀπαξιώσης συμβαπτισθῆναι πένητι», Γρηγ. Ναζ.)
2. βαπτίζω κάποιον ώστε να τον ενσωματώσω στην πίστη τής Εκκλησίας («τὴν καλὴν παρακαταθήκην... ταύτην πιστεύω... ταύτη καὶ συμβαπτίσω καὶ συνανάξω σε», Γρηγ. Ναζ.)
αρχ.
εμβαπτίζω, βυθίζω σε υγρό κάτι μαζί με κάτι άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”