- συμβαπτίζω
- ΜΑ1. βαπτίζω κάποιον μαζί με άλλον («μὴ ἀπαξιώσης συμβαπτισθῆναι πένητι», Γρηγ. Ναζ.)2. βαπτίζω κάποιον ώστε να τον ενσωματώσω στην πίστη τής Εκκλησίας («τὴν καλὴν παρακαταθήκην... ταύτην πιστεύω... ταύτη καὶ συμβαπτίσω καὶ συνανάξω σε», Γρηγ. Ναζ.)αρχ.εμβαπτίζω, βυθίζω σε υγρό κάτι μαζί με κάτι άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.